Μην ντραπείς αν έπαιξες καλά κι έχασες. Να ντραπείς αν έπαιξες κακά και κέρδισες

Μην ντραπείς αν έπαιξες καλά κι έχασες. Να ντραπείς αν έπαιξες κακά και κέρδισες
D.S.G. A.C.

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΛΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ - ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Αποχή δικηγόρων-Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου για το «ΑΝΟΙΓΜΑ» και την «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» του Δικηγορικού Λειτουργήματος


Με απόφαση της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, οι δικηγόροι όλης της Ελλάδος, εκτός της Αθήνας, κατέρχονται σε τριήμερη αποχή από την ερχόμενη Τετάρτη 19 Ιανουαρίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορά το άνοιγμα του επαγγέλματός τους.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών θα αποφασίσει την ερχόμενη Τετάρτη, 19 Ιανουαρίου για το αν θα κατέλθουν σε απεργία ή όχι οι δικηγόροι της πρωτεύουσας.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Δ.Σ.Ι ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 5 ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ «ΑΝΟΙΓΜΑ» ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ.

1.Καταργείται η εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα.
Η κατάργηση αυτή σημαίνει:
α) Άρση του λειτουργηματικού χαρακτήρα της Δικηγορίας. Ο δικηγόρος ως «άμισθος δημόσιος υπάλληλος» και ουσιώδης λειτουργός της δικαιοσύνης έχει συγκεκριμένη εδαφική περιφέρεια (κατά τόπο αρμοδιότητα) ως ειδικότερη τυπική νομοθετική εκδήλωση και αναγνώριση του λειτουργηματικού χαρακτήρα του. Με την κατάργηση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας αίρεται η παραπάνω τυπική νομοθετική έκφραση και αναγνώριση του λειτουργηματικού χαρακτήρα της Δικηγορίας και ο Δικηγόρος εξομοιώνεται με οιονδήποτε «πάροχο υπηρεσιών».
β) Ανατροπή του θεμελίου της πρωτοδικειακής οργάνωσης του Δικηγορικού Σώματος και της ύπαρξης των τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων.
γ) Κατάργηση του κινήτρου μόνιμης εγκατάστασης Δικηγόρων στις γεωγραφικά απομονωμένες και λιγότερο προνομιούχες περιοχές και ανατροπή του θεμελίου επιλογής της μόνιμης εγκατάστασης και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματος σε ότι αφορά τους Δικηγόρους των περιφερειών αυτών.
δ) Στέρηση ή φαλκίδευση του δικαιώματος των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων ή λιγότερο προνομιούχων για άμεση πρόσβαση σε Δικηγόρο και κατ’ ακολουθίαν, σε πρόσβαση και σε δικαστήριο. Και τούτο διότι δεν υπάρχει πλέον το κίνητρο εγκατάστασης και παραμονής Δικηγόρου στις περιοχές αυτές.
ε) «Ερημοποίηση» των γεωγραφικά απομονωμένων και λιγότερο προνομιούχων περιφερειών από Δικηγόρους με μόνιμη εγκατάσταση σε αυτές και γιγάντωση του «δικηγορικού υδροκεφαλισμού» στα μεγάλα αστικά κέντρα.
στ) Έλεγχος της πρόσβασης μεγάλων κατηγοριών πολιτών σε Δικαστήριο στις υποθέσεις που ενδιαφέρουν άμεσα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα (Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, ελεγκτικές εταιρίες, κατασκευαστικές εταιρίες κλπ), που έχουν προνομιακή πρόσβαση σε μεγάλες κατηγορίες κοινού και υποκαταστήματα σε όλη την Ελληνική Επικράτεια. Τούτο θα γίνει μέσω των (επιτρεπομένων ήδη) πολυεπαγγελματικών δικηγορικών εταιριών και των διαπεριφερειακών δικηγορικών εταιριών ή με συνδυασμό αυτών.
ζ) Υπαλληλοποίηση και συνακόλουθα απώλεια της ανεξαρτησίας μεγάλου αριθμού Δικηγόρων και μείωση του επιπέδου υπεράσπισης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, αφού το έργο αυτό (δηλ. η υπεράσπιση των παραπάνω δικαιωμάτων) θα αναληφθεί από «παρόχους νομικών υπηρεσιών και άλλων πολλαπλών δραστηριοτήτων», εξαρτώμενων από μεγάλα συμφέροντα.
η) Εξοντωτικός δικηγορικός ανταγωνισμός στα μεγάλα αστικά κέντρα και διατάραξη της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των Δικηγόρων διαφόρων πρωτοδικειακών περιφερειών καθώς και της συνοχής του Δικηγορικού Σώματος που δεν θα συγκροτείται πλέον από δημόσιους λειτουργούς του Δικαίου αλλά από σκληρά ανταγωνιζόμενους «επιχειρηματίες του Δικαίου και άλλων πολλαπλών δραστηριοτήτων».
θ) Αύξηση του κόστους ενός δικαστικού αγώνα (πρβλ. 413/2008 αποφ. Ολομέλειας Επιτροπής Ανταγωνισμού).
ι) Η παραπάνω αιφνίδια ανατροπή της πρωτοδικειακής οργάνωσης του Δικηγορικού Σώματος και των όρων άσκησης της Δικηγορίας γίνεται χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 15 της οδηγίας 2006/123.
2. Η διατήρηση της απαγόρευσης δευτερευούσας εγκατάστασης είναι «επιταγή χωρίς αντίκρισμα». Και τούτο διότι, μετά την κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας, αίρεται και ο δικαιολογητικός λόγος ύπαρξής της και, συνακόλουθα, ο δικαιολογητικός λόγος απαγόρευσης διατήρησης δευτερευούσας εγκατάστασης, λόγω του παρακολουθηματικού και παρεπόμενου (σε σχέση με την εδαφική αρμοδιότητα) χαρακτήρα της απαγόρευσης αυτής. Ειδικότερα:
Όπως έχει παγίως νομολογηθεί από το ΔΕΚ, ναι μεν η υποχρέωση διατήρησης έδρας αποσκοπεί στη διασφάλισης της επικοινωνίας του δικηγόρου με τον εντολέα του και της δικαστικές αρχές καθώς και στην άσκηση πειθαρχικού ελέγχου, πλην όμως τα σημερινά μέσα μεταφοράς και τηλεπικοινωνιών προσφέρουν τη δυνατότητα επαρκούς εγγυήσεως διασφάλισης της επικοινωνίας και επαφής του Δικηγόρου με τις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές και τους εντολείς του, ενώ η ύπαρξη δευτερεύουσας επαγγελματικής εγκατάστασης δεν δημιουργεί εμπόδια στην εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας και δεν εμποδίζει την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου (βλ. συναφώς ΔΕΚ αποφ. της 12ης Ιουλίου 1984, C -107/83, ΚΟΡΡ, σκέψη 19, αποφ. της 20ης Μαΐου 1992, C-106/91, Ramrath, σκέψεις 20 έως 22 και 28, αποφ. της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-162/1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 20, αποφ. της 7ης Μαρτίου 2002, C-145/1999 Επιτροπή κατά της Ιταλίας). Μ’ άλλα λόγια, μετά την άρση του δικαιολογητικού λόγου καθορισμού της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας, η απαγόρευση διατήρησης δευτερεύουσας εγκατάστασης αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και είναι πλέον θέμα χρόνου η κατάργηση της απαγόρευσης αυτής είτε από την ευρωπαϊκή επιτροπή είτε από τα Εθνικά Δικαστήρια είτε από το ΔΕΕ, όπου είναι περίπου βέβαιο ότι θα προσφύγουν τα οργανωμένα συμφέροντα του «δικηγορικού ιμπεριαλισμού».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται πλήρως και από το άρθρο 6 του «υπό διαβούλευση» σχεδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται πλέον η σύσταση διαπεριφερειακής δικηγορικής εταιρίας. Στην περίπτωση αυτή η έδρα των μελών της εταιρίας στους Δικηγορικούς Συλλόγους των οποίων είναι μέλη, είναι και η δευτερούσα εγκατάσταση της εταιρίας.
Επίσης με το ίδιο άρθρο επιτρέπεται στην δικηγορική εταιρία να διατηρεί υποκαταστήματα (πολλαπλή έδρα) στην αλλοδαπή. Κατά συνέπεια, η εκδοχή ότι απαγορεύεται η δευτερεύουσα εγκατάσταση άγει στο προδήλως άτοπο αποτέλεσμα, μια ελληνική δικηγορική εταιρία να μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη ή τον κόσμο, όχι όμως στην ελληνική περιφέρεια, γεγονός που προδήλως αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
Η αναφορά στο σχέδιο νόμου σε «αστική επαγγελματική δικηγορική εταιρία» στερείται ουσιαστικού περιεχομένου, διότι η απαγόρευση σύστασης πολυεπαγγελματικής δικηγορικής εταιρίας του άρθρου 2 παρ. 1 του πδ 81/2005 θεωρείται καταργημένη πλέον με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 3844/2010 όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
3.Με τις ρυθμίσεις του υπό “διαβούλευση” σχεδίου νόμου, σε ό,τι αφορά τις δικηγορικές αμοιβές, τις εισφορές υπέρ ασφαλιστικών ταμείων, Δικηγορικού Συλλόγου και τους ιδιαίτερους διανεμητικούς λογαριασμούς κάθε συλλόγου προβλέπονται τα εξής:
α) Προβλέπεται γραπτή συμφωνία δικηγορικής αμοιβής, κατώτερη και των ελαχίστων ορίων, δηλ. καταργείται ο υποχρεωτικός νομοθετικός καθορισμός των δικηγορικών αμοιβών
β) Τα ελάχιστα όρια των γραμματίων προείσπραξης, ισχύουν μόνον όταν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία δικηγορικής αμοιβής και αφορούν μόνο τις διαδικαστικές πράξεις και όχι τα συμβόλαια.
γ) Το προκαταβαλόμενο στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ποσοστό 10% υπολογίζεται επί “ποσού αναφοράς”, που θα καθοριστεί με ΚΥΑ, μετά από (απλή) γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, ενώ, μόνο κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, ως “ποσό αναφοράς” νοείται το ποσό των γραμματίων προείσπραξης για την αντίστοιχη διαδικαστική πράξη.
δ) Τα παρακρατούμενα υπέρ του ιδιαίτερου διανεμητικού λογαριασμού των άρθρων 96 Α και 161 του Κώδικα Δικηγόρων ποσοστά υπολογίζονται επί “ποσού ή ποσοστού αναφοράς” που καθορίζεται με την αμέσως παραπάνω ΚΥΑ, ενώ, μέχρι την έκδοση αυτής, στα συμβόλαια, η παρακράτηση υπολογίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας με φθίνουσα πορεία αντιστρόφως ανάλογης της αξίας αυτής.
ε) Οι ιδιαίτεροι διανεμητικοί λογαριασμοί της παρ. 7 του άρθρου 161 του Κώδικα Δικηγόρων, σε κάθε Δικηγορικό Σύλλογο, καταργούνται με την έκδοση της Υ.Α. για σύνταξη νέου διανεμητικού λογαριασμού.
στ) Οι διατάξεις των παρ. 2 εως και 7 του άρθρου 7 του ν. 2753/1999 (παρακράτηση φόρου εισοδήματος 15% και απόδοση από τους Δικηγορικούς Συλλόγους) καταργούνται.
4. Οι επιπτώσεις των ρυθμίσεων αυτών είναι οι εξής: (ενδεικτική η αναφορά)
α) Καταργείται ο υποχρεωτικός νομοθετικός καθορισμός των Δικηγορικών αμοιβών, όπως προαναφέρθηκε. Τούτο, αποτελεί πλήρη αποδοχή των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον νομοθετικό καθορισμό των ελαχίστων ορίων δικηγορικής αμοιβής και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων (που έγινε τον Ιούνιο του 2010 στη Θεσσαλονίκη) οι οποίες έγιναν δεκτές και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (βλ. το υπ' αριθμ. 58224/23-6-2010 έγγραφο των Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης Δικαιοσύνης, Νομοθετικού Συντονισμού και Ειδικών Διεθνών Νομικών Σχέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που απευθύνεται στην ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και περιέχει αυτούσιες τις ουσιαστικές θέσεις του Δικηγορικού Σώματος, επί της αιτιολογημένης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την απαίτηση για κατάργηση των ελαχίστων ορίων των Δικηγορικών Αμοιβών).
β) Η εισφορά 10% υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων και του Δικηγορικού Συλλόγου, αποτελεί φόρο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, του ΣτΕ, του ΑΠ και του ΑΕΔ. Το “ποσό αναφοράς” για την παρακράτηση του παραπάνω ποσοστού, στην πραγματικότητα αποτελεί το αντικείμενο του φόρου (φορολογητέα ύλη) και σύμφωνα με το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος πρέπει να καθορίζεται με τυπικό νόμο και όχι με Υπουργική απόφαση. Συνεπώς το σύστημα του “ποσού ή ποσοστού αναφοράς” στηρίζεται σε σαθρά (από συνταγματικής πλευράς) θεμέλια και κινδυνεύει να καταρρεύσει με την πρώτη αίτηση ακυρώσεως (κατά της ΚΥΑ) ή με την πρώτη προσφυγή.
γ) Το “ποσό και το ποσοστό αναφοράς” του παρακρατούμενου για τον ιδιαίτερο διανεμητικό λογαριασμό κάθε συλλόγου παύει να καθορίζεται μετά από προηγούμενη “σύμφωνη γνώμη” της Γ.Σ. του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, δεσμευτική για τον Υπουργό και καθορίζεται πλέον από την εκτελεστική εξουσία (κατ' ενάσκηση δευτερογενούς νομοθετικής αρμοδιότητας) μετά από προηγούμενη απλή και άρα μη δεσμευτική γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.
δ) Τα γραμμάτια προείσπραξης ως “ποσό αναφοράς” έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ (δηλ. ισχύουν μόνο κατά την πρώτη εφαρμογή του νέου νόμου).
ε) Η αντικειμενική αξίας της δικαιοπραξίας ως “ποσό αναφοράς” (μέχρι την έκδοση της σχετικής ΚΥΑ) αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με τον προηγούμενο καθορισμό των ελάχιστων ορίων αμοιβών στις περιπτώσεις αυτές και θα καταρρεύσει ως “αχυρένια καλύβα” με το πρώτο “φύσημα” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή με την πρώτη προσφυγή ή αίτηση ακυρώσεως, από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που αντιδρούσαν πάντοτε στον καθορισμό ελαχίστων ορίων δικηγορικής αμοιβής.
στ) Η κατάργηση της προείσπραξης φόρου από τους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους είναι προάγγελος καθορισμού φορολογικών τεκμηρίων για το ύψος της δικηγορικής αμοιβής, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι βέβαιο ότι η πολιτεία δεν πρόκειται να αρκεσθεί στην συμφωνημένη αμοιβή, όπως αποδεικνύεται και από τον καθορισμό “ποσού ή ποσοστού αναφοράς” για τις παρακρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων Δικηγορικού Συλλόγου και διανεμητικών λογαριασμών.
Με δεδομένη την νομοθετική αποδοχή των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τούτο όμως σημαίνει ότι η Πολιτεία θεωρεί την συμφωνημένη αμοιβή “εικονική” και καθορίζει, για τον λόγο αυτό, τεκμαιρόμενο ύψος δικηγορικής αμοιβής. Η Πολιτεία με τον τρόπο αυτό αντιφάσκει προς εαυτήν. Από την μια μεριά καταργεί τα νόμιμα ελάχιστα όρια αμοιβής και τα αντικαθιστά με την συμφωνημένη αμοιβή και από την άλλη, δεν λαμβάνει υπόψη την συμφωνημένη αμοιβή και την υποκαθιστά με τα καταργούμενα τεκμήρια ως προς το ύψος της!!!
Μετά όμως την νομοθετική αποδοχή των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την αντίθεση του υποχρεωτικού νομοθετικού καθορισμού των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών, προς το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο, κάθε “υποκατάστατο μέτρο” των καταργούμενων τεκμηρίων ως προς το ύψος της δικηγορικής αμοιβής, αποτελεί μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με τις καταργούμενες ρυθμίσεις και προσκρούει στο πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο. Στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιη η άσκηση χιλιάδων προσφυγών από θιγόμενους Δικηγόρους με μεγάλες πιθανότητες ευδοκίμησης ή θα προκληθεί νέα παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από καταγγελία. Η νομική άμυνα κατά των προσφυγών αυτών (δηλ. ο ισχυρισμός ότι ο καθορισμός τεκμηρίων ως προς το ύψος της φορολογητέας δικηγορικής αμοιβής εκφεύγει των ορίων εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου) έχει ήδη εξουδετερωθεί, αφού η Ελληνική Δημοκρατία, με τον παραπάνω τρόπο, αντιφάσκει προς τις ήδη εκφρασμένες θέσεις της (δια του Υπουργού Δικαιοσύνης) επί των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το θέμα αυτό και τις “αυτοκαταρρίπτει”.
Σε κάθε όμως περίπτωση, τυχόν καθορισμός τεκμηρίου ως προς το ύψος της φορολογητέας δικηγορικής αμοιβής, θα οδηγήσει όλους τους Δικηγόρους να καθορίζουν τις αμοιβές στο ύψος των τεκμηρίων, οπότε θα θεωρηθεί ότι πρόκειται για απαγορευμένη από το Ενωσιακό και το Εθνικό Δίκαιο του Ανταγωνισμού, εναρμονισμένη πρακτική.
Τα παραπάνω ισχύουν και για τον τυχόν καθορισμό “ενδεικτικών πινάκων αμοιβών”.
Επίσης, η “τεκμαιρόμένη εικονικότητα” της συμφωνημένης αμοιβής και η υποκατάστασή της με “τεκμήρια” η “ποσά αναφοράς” άγει και στο προδήλως άτοπο αποτέλεσμα η συμφωνημένη αμοιβή να λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια για τον καθορισμό της δικαστικής δαπάνης όχι όμως από την διοίκηση. Μ' άλλα λόγια η συμφωνημένη αμοιβή ισχύει για το μείζον όχι όμως για το έλασσον.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η τυχόν κατάρρευση των τεκμηρίων ως προς το ύψος της φορολογητέας δικηγορικής αμοιβής θα συμπαρασύρει και τα “ποσά αναφοράς” των παρακρατήσεων υπέρ ασφαλιστικών ταμείων, Δικηγορικών Συλλόγων και διανεμητικών λογαριασμών με αποτέλεσμα την απώλεια ή τον κίνδυνο απώλειας εκατομμυρίων ευρώ τόσο για το Ελληνικό Δημόσιο όσο και για τους Δικηγορικούς Συλλόγους.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Τα σημεία διαβούλευσης δεν πρέπει να γίνουν δεκτά από το Δικηγορικό Σώμα
2. Η εδαφική αρμοδιότητα πρέπει να διατηρηθεί ως έχει, για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως ήδη έχει γίνει δεκτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ( Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας) και από το Δ.Ε.Ε. (πρβλ ΔΕΕ αποφ της 1-6-2010, της μείζονας συνθέσεως συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-570/07 και C-571/07, Perez και Gomez, που ναι μεν αφορά εδαφικούς περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και a fortiori, οι σκέψεις του ΔΕΕ σε ότι αφορά τους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλουν τη θέσπιση αυτών των περιορισμών, ισχύουν και για το δικηγορικό λειτούργημα, λαμβανόμενου υπόψη και ότι η άμεση πρόσβαση σε Δικηγόρο των λιγότερο προνομιούχων και των γεωγραφικά απομονωμένων περιοχών, δεν αφορά απλώς την πρόσβαση σε μια σημαντική υπηρεσία, αλλά την πρόσβαση σε Δικαστήριο, που είναι δυνατή μόνο μέσω Δικηγόρου) και από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού (413/2008).
Μόνη νομοθετική παρέμβαση που μπορεί να γίνει στο θέμα της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας είναι σε περίπτωση απόρριψης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας, λόγω έλλειψης δικηγορικής δικολογικής ικανότητας του υπογράφοντος ή παρισταμένου δικηγόρου, να επιτρέπεται πάντοτε η επανάσκησή του και να ορισθεί ότι η υπέρβαση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας αποτελεί σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα για τον παραβάτη δικηγόρο.
3. Να διατηρηθούν τα νομοθετικώς καθοριζόμενα ελάχιστα όρια των Δικηγορικών αμοιβών, με ταυτόχρονη τροποποίηση άρθρων 98 και 201 παρ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων, ώστε ο νόμιμος καθορισμός των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών να μην είναι απόλυτος και άκαμπτος και να καταστεί εύκαμπτος και λειτουργικός. Ειδικότερα:
α) Να τροποποιηθεί το άρθρο 98 του Κώδικα Δικηγόρων και να παρασχεθεί η δυνατότητα στο Δικαστήριο να μειώνει τα ελάχιστα όρια της δικηγορικής αμοιβής, με βάση τα κριτήρια του άρθρου αυτού ή όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που ανάγονται στην αποδεδειγμένη ιδιαίτερη προσωπική σχέση του Δικηγόρου με τον εντολέα ή στην αποδεδειγμένη ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση του εντολέα όχι όμως κάτω των ελαχίστων ορίων των γραμματίων προείσπραξης.
β) Να τροποποιηθεί το άρθρο 201 παρ. 6 του Κώδικα Δικηγόρων και να παρασχεθεί η αρμοδιότητα στο Δ.Σ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου να επιτρέπει και δικηγορική αμοιβή κατώτερη των γραμματίων προείσπραξης όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που ανάγονται στην αποδεδειγμένη ιδιαίτερη σχέση του Δικηγόρου με τον εντολέα ή στην αποδεδειγμένη ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση του εντολέα.
4. Να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί το άρθρο 169 του ΚΠολΔ, ώστε να μην δημιουργούνται άδικα και ανεπιεική αποτελέσματα σε βάρος του οικονομικά αδύνατων εναγόντων.
5. Να καταργηθεί το σύστημα του παγίου καθορισμού ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής με βάση το παρωχημένο σύστημα των μεταλλικών δραχμών.
6. Να καταργηθεί το άρθρο 26 του ν. 3844/2010 κατά το μέρος που αφορά τους Δικηγόρους, και να ορισθεί ρητώς και ειδικώς ότι δεν επιτρέπεται σύσταση πολυεπαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας ούτε η άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους (βλ. και ΔΕΚ, αποφ της 19-2-2002, C-309/1999).
Σημειωτέο ότι με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3844/2010 τίθεται ο γενικός κανόνας ότι οι “πάροχοι υπηρεσιών” (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Δικηγόροι) δεν υπόκεινται πλέον σε απαιτήσεις που τους υποχρεώνουν να ασκούν αποκλειστικά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που περιορίζουν την άσκηση από κοινού ή σε εταιρική σχέση διαφορετικών δραστηριοτήτων.
Μ' άλλα λόγια, με τη διάταξη αυτή, η απαγόρευση σύστασης πολυεπαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας του άρθρου 2 παρ. 1 του π.δ 81/2005 έχει παύσει να ισχύει. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ασυμβίβαστες προς δικηγόρο δραστηριότητες του άρθρου 63 παρ. 1, 2, 3 του Κώδικα Δικηγόρων.
Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 26 του Ν 3844/2010, παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Π.τ.Δ με Π.Δ/γμα να καθορίζει στα νομοθετικώς ρυθμιζόμενα επαγγέλματα (στα οποία προδήλως περιλαμβάνεται και το Δικηγορικό Λειτούργημα) ποιες συγκεκριμένες πολλαπλές ή πολυτομεακές δραστηριότητες επιτρέπονται, μεταξύ άλλων και στους Δικηγόρους. Μ' άλλα λόγια ο κανόνας της καθολικής απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικών (πολυτομεακών) Δικηγορικών εταιρειών και άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων έχει αρθεί και μέχρι να ορισθεί ποιες πολυτομεακές ή πολλαπλές δραστηριότητες επιτρέπονται στις Δικηγορικές εταιρείες και στους Δικηγόρους, η άσκηση τους είναι ελεύθερη, ενώ, με την παρεχόμενη νομοθετική εξουσιοδότηση, η απαγόρευση αυτή σχετικοποιείται και επαφίεται στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, στα χέρια των οποίων βρίσκονται και τα ηνία της πρωτοβουλίας (πρότασης) για την άσκηση της παραπάνω δευτερογενούς νομοθετικής λειτουργίας, να καθορίσουν τις επιτρεπόμενες πολλαπλές δραστηριότητες στους Δικηγόρους και στις Δικηγορικές (και πολυεπαγγελματικές) εταιρίες.
Σε κάθε όμως περίπτωση, με το παραπάνω Π.Δ/γμα πρέπει να παρασχεθεί στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους η αρμοδιότητα της απόφασης ποια πολυτομεακή ή πολλαπλή δραστηριότητα είναι συμβατή με την διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων δεοντολογίας και συμπεριφοράς και της ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας του Δικηγορικού Λειτουργήματος.
7. Να επιτραπεί και στους έχοντες δεκαετή προϋπηρεσία παρ΄ Εφέταις Δικηγόρους να συμπαρίστανται με Δικηγόρο παρ΄ Αρείω Πάγω και στις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του ΣτΕ. (άρθρο 54 παρ. 7 του Κώδικα Δικηγόρων).
8. Να γίνει αυθεντική ερμηνεία του άρθρου 175 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, προκειμένου να αποσαφηνιστεί, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι στη ρύθμιση αυτή υπάγονται και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, όταν είναι διάδικοι σε δίκες ή συμβαλλόμενοι σε δικαιοπραξίες, ως εκπροσωπούντες συλλογικά τους Δικηγόρους μέλη τους, που τους συγκροτούν υποχρεωτικά, ως ΝΠΔΔ, σωματειακού χαρακτήρα (άρθρο 193 εδ. α του Κώδικα Δικηγόρων).
9. Να ερμηνευθεί αυθεντικά το άρθρο 199 του Κώδικα Δικηγόρων προς άρση κάθε αμφισβήτησης για τη δυνατότητα των Δικηγορικών Συλλόγων να ασκούν πάσης φύσεως ένδικα βοηθήματα και μέσα, που αφορούν τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό θέματα. Άλλως, να οριστεί ρητά ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δικαιούνται να ασκούν κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο σχετικά με τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, χωρίς ανάγκη επίκλησης και απόδειξης άμεσου προσωπικού και ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος (“προνομιούχοι διάδικοι”) και να οριστεί ότι η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.
10. Να γίνει αυθεντική ερμηνεία των άρθρων 193, 194 και 235 παρ. 7 του Κώδικα Δικηγόρων, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα αυτά οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν υπάγονται στον Δημόσιο τομέα. Άλλως, να οριστεί ρητά ότι σε ό,τι αφορά τα ζητήματα των άρθρων 193, 194 και 235 παρ. 7 οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν υπάγονται στον Δημόσιο τομέα και ότι η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.
11. Να οριστεί ρητά και άμεσα ο τρόπος της διαφήμισης δικηγόρων (σπουδές, επαγγελματική εξειδίκευση και εμπειρία, χωρίς ακρότητες και υπερβολές και χωρίς αναφορά σε προσφορές τιμών ή σε συγκεκριμένες δίκες ή ονόματα εντολέων), που να συνάδει προς το κύρος του λειτουργήματος.
12. Σε κάθε περίπτωση το “ποσό αναφοράς” για την παρακράτηση εισφορών υπέρ των Ταμείων και του Δικηγορικού Συλλόγου να καθορίζεται μετά από “πρόταση” της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και το “ποσό και ποσοστό αναφοράς” της παρακράτησης για τους ιδιαίτερους διανεμητικούς λογαριασμούς των άρθρων 96Α και 161 παρ. 7 του Κώδικα Δικηγόρων να καθορίζεται μετά από “πρόταση” της Γ.Σ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου